ακτύπητος

ακτύπητος
ος , ον см. αχτύπητος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ακτύπητος" в других словарях:

  • ακτύπητος — η, ο βλ. αχτύπητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Christos Tsaganeas — Hristos Tsaganeas Χρήστος Τσαγανέας Born July 2, 1906 Brăila …   Wikipedia

  • Marika Krevata — Marika Kotopouli Μαρίκα Κρεβατά Born 1910 Athens, Greece Died September 14, 1994 …   Wikipedia

  • Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей …   Википедия

  • ακτυπησία — ἀκτυπησία, η (Μ) η γαλήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀκτύπητος < ἀ στερητ. + κτυπῶ] …   Dictionary of Greek

  • αχτύπητος — και ακτύπητος, η, ο 1. αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν μπορεί να χτυπηθεί 2. αυτός που δεν τον ξυλοκόπησαν, ο άδαρτος 3. αυτός που δεν χτυπήθηκε με όπλο, ο ατραυμάτιστος 4. αυτός που δύσκολα μπορεί να πληγωθεί ή να φονευθεί 5. (για το γάλα) αυτό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»